- διατρεπτικός
- διατρεπτικόςdissuasivemasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διατρεπτικός — διατρεπτικός, ή, όν (Α) αποτρεπτικός, μεταπειστικός («ἔστω και δοκείτω διατρεπτικὸς εἶναι λόγος», Πλούτ.) … Dictionary of Greek
διατρεπτικώτατα — διατρεπτικός dissuasive adverbial superl διατρεπτικός dissuasive neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διατρεπτικῶς — διατρεπτικός dissuasive adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)